- ταλαιπώρημα
- τᾰλαιπώρ-ημα, ατος, τό,A hardship, distress, Phalar.Ep. 135.2 (pl.), Secund.Sent.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταλαιπώρημα — hardship neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπώρημα — ήματος, τὸ, ΜΑ [ταλαιπωρῶ] ταλαιπωρία … Dictionary of Greek
ταλαιπωρημάτων — ταλαιπώρημα hardship neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωρήμασι — ταλαιπώρημα hardship neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωρήματα — ταλαιπώρημα hardship neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)